Γράφει η Ροδάνθη Παπαδέα
Με τον Ν. 4509/2017, έχει επέλθει μια απλοποίηση στη διαδικασία του διαζυγίου όταν πρόκειται για διάζευξη την οποία επιθυμούν και οι δύο σύζυγοι. Θα λέγαμε ότι η διαδικασία του συναινετικού διαζυγίου, μπορεί να διαρκέσει περίπου 10 με 15 ημέρες κατά τη διάρκεια των οποίων, το ζευγάρι ελάχιστα θα χρειαστεί να εμπλακεί.
Να ξεκινήσουμε όμως λέγοντας οτι υπάρχουν δύο τύποι διαζυγίου: το συναινετικό διαζύγιο και το διαζύγιο με αντιδικία. Το συναινετικό διαζύγιο μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει κοινή βούληση για την διευθέτηση όλων των ζητημάτων που αφορούν το ζευγάρι και τη λύση του γάμου, ενώ το διαζύγιο με αντιδικία απαιτεί μια διαδικασία πιο περίπλοκη που, όμως, με τη κατάλληλη προσέγγιση και κατανόηση από τους δικηγόρους και των δύο πλευρών μπορεί και αυτή να γίνει λιγότερο επίπονη και χρονοβόρα.
Πως εξελίσσεται η διαδικασία της λύσης του γάμου όταν αυτή είναι συναινετική:
Συντάσσεται ένα ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των συζύγων για διάζευξη το οποίο, δέκα ημέρες μετά την υπογραφή του (και αφού οι υπογραφές θεωρηθούν από τον αρμόδιο Ειρηνοδίκη), υποβάλλεται σε συμβολαιογράφο ο οποίος με τη σειρά του το εντάσσει στη σχετική συμβολαιογραφική πράξη και η οποία υπογράφεται από τις δύο πλευρές. Εναλλακτικά, ο κάθε κάθε σύζυγος μπορεί με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο (το οποίο πρέπει να έχει υπογραφεί εντός μηνός πριν απο την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού) προς τον δικηγόρο του, να τον εξουσιοδοτήσει να τον εκπροσωπήσει και να υπογράφει αντ’ αυτού όλα τα νόμιμα έγγραφα. Σε αυτή τη περίπτωση δεν απαιτείται η θεώρηση των υπογραφών απο Ειρηνοδίκη. Με το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τον δικηγόρο, οι σύζυγοι μπορούν να αποφύγουν τη μετάβαση στο συμβολαιογράφο και κάθε συνάντηση μεταξύ τους και γενικώς ενέργειες που μπορεί να είναι ανεπιθύμητες και ψυχοφθόρες για τα εμπλεκόμενα μέρη.
Ο γάμος θεωρείται νόμιμα λυμένος με την κατάθεση του συμβολαιογραφικού εγγράφου στο αρμόδιο ληξιαρχείο. Δεν αρκεί μόνη η υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης, αλλά ούτε και η υπογραφή της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης. Στη περίπτωση θρησκευτικού γάμου, πρέπει επιπλέον ο Εισαγγελέας με ειδική εντολή προς την αρμόδια Ιερά Μητρόπολη (όπου ανήκει ο Ιερός Ναός τέλεσης του γάμου) να παραγγείλει την Πνευματική Λύση του Γάμου.
Να σημειωθεί οτι, ενώ πριν τις αλλαγές που επέφερε ο νέος Νόμος οι δύο πλευρές ενόψει συναινετικού διαζυγίου μπορούσαν να εκπροσωπηθούν από έναν δικηγόρο, αυτό πλέον δεν είναι εφικτό και απαιτείται η συμμετοχή δύο δικηγόρων, ένας για τη κάθε πλευρά.
Ρύθμιση επιμέλειας και επικοινωνίας με τα τέκνα:
Εάν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, πριν από κάθε διαδικασία για την λύση του γάμου, πρέπει υποχρεωτικά να ρυθμιστεί η επιμέλεια των τέκνων, η επικοινωνία και η διατροφή τους. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με το ίδιο συμφωνητικό ή με δεύτερο (το οποίο επίσης υποβάλλεται 10 ημέρες μετά τη υπογραφή του στο συμβολαιογράφο) και πρέπει με αυτό να συμφωνείται ποιός έχει την επιμέλεια των τέκνων, ποιες θα είναι οι ημέρες και ώρες επικοινωνίας του κάθε συζύγου με τα τέκνα καθώς και το ύψος της διατροφής που θα καταβάλλεται για τα τέκνα. Όλα τα ανωτέρω πρέπει να ρυθμιστούν για να είναι εφικτή η συναινετική λύση του γάμου.Είναι πολύ σημαντική η ρητή πρόβλεψη οτι η συμβολαιογραφική πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο, όσον αφορά τη ρύθμισης της επιμέλειας, της επικοινωνίας και της διατροφής των ανηλίκων τέκνων, έτσι ώστε σε περίπτωση παραβίασης των συμφωνηθέντων να παρέχεται η δυνατότητα προάσπισης των συμφερόντων της πλευράς που αναγκάζεται να κάνει χρήση και να μη χρειαστεί η προσφυγή στα Δικαστήρια.
Πως εξελίσσεται η διαδικασία της λύσης του γάμου όταν υπάρχει αντιδικία:
Για την άσκηση της αγωγής διαζυγίου θα πρέπει να συντρέχουν ορισμένοι λόγοι διαζυγίου, που περιοριστικά αναφέρονται στο νόμο. Οι λόγοι αυτοί είναι:
- Ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης
- Η διετής διάσταση και
- Η αφάνεια
Σε ένα διαζύγιο με αντιδικία, ο δικηγόρος της κάθε πλευράς δίνει βάση στη προάσπιση των συμφερόντων του συζύγου που εκπροσωπεί αλλά καθένας ξεχωριστά και από κοινού οι δικηγόροι των δύο πλευρών, οφείλουν να δώσουν προτεραιότητα στα συμφέροντα των ανηλίκων τέκνων και στην ρύθμιση των σχέσεων, με τέτοιο τρόπο που να μην δημιουργήσουν προβλήματα ή αφήσουν κατάλοιπα σε αυτά.
Πότε θεωρείται οτι υπάρχει ισχυρός κλονισμός σε ένα γάμο:
Ισχυρός κλονισμός σε έναν γάμο υφίσταται όταν παύει η ψυχική διάθεση για συνέχιση της έγγαμης σχέσης και η συνέχιση της έγγαμης συμβίωσης καθίσταται αφόρητη για τον έναν από τους δύο συζύγους ή και για τους δύο. Ο ισχυρός κλονισμός στη σχέση των συζύγων, πρέπει να υφίσταται εξαιτίας του εναγομένου ή και των δύο συζύγων (δηλαδή όχι από τον σύζυγο που καταθέτει την αγωγή διαζυγίου) και πλέον να είναι αφόρητη η εξακολούθηση του έγγαμου βίου από την πλευρά του ενάγοντα.
Ως γεγονότα που προκαλούν κλονισμό μπορούν ενδεικτικά να αναφερθούν η διγαμία, η μοιχεία, η ενδοοικογενειακή βία σε βάρος του ενάγοντος, η εγκατάλειψη της συζυγικής στέγης ή η πλήρης αδιαφορία ενός εκ των συζύγων για την οικογένεια και τις ανάγκες της ή η έλλειψη του οφειλόμενου σεβασμού μεταξύ των συζύγων, καθώς και γεγονότα που σχετίζονται με την συμπεριφορά τρίτων, όπως η συνεχής επέμβαση των πεθερικών στη ζωή του ζευγαριού. Όλα αυτά είναι μαχητά τεκμήρια κλονισμού ενός γάμου και μπορούν να ανατραπούν με ανταπόδειξη.
Πότε κινδυνεύει να απορριφθεί η αγωγή διαζυγίου:
α). Αν δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ισχυρού κλονισμού, ακόμη και αν το γεγονός είναι αληθινό και αποδεικνύεται. Για παράδειγμα, αν ισχυρίζεται η ενάγουσα πλευρά ότι ο/η σύζυγος διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις αλλά παραταύτα αποδεικνύεται ότι διατηρούσαν τις ίδιες σχέσεις που διατηρούσαν και πριν επιπέσει στην αντίληψη της ενάγουσας πλευράς το γεγονός της μοιχείας, τοτε το Δικαστήριο θα διαπιστώσει ότι δεν έχει επέλθει ο ισχυρός κλονισμός.
β). Ο αιτών το διαζύγιο θα πρέπει να αποδείξει ότι το γεγονός που προκάλεσε κλονισμό αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο του άλλου συζύγου/εναγομένου ή και τους δύο συζύγους. Η αγωγή θα απορριφθεί στην περίπτωση που το γεγονός αφορά το πρόσωπο αυτού που καταθέτει την αγωγή.
γ). Πρέπει να καταδειχθεί ότι η εξακολούθηση του έγγαμου βίου είναι αφόρητη και κατά συνέπεια έχει επέλθει ο ισχυρός κλονισμός.
Ποιά είναι η διαδικασία έκδοσης του διαζυγίου με αντιδικία:
1) Σύνταξη και κατάθεση αγωγής διαζυγίου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων. Στην ίδια αγωγή μπορεί να σωρευθεί και αίτημα αναφορικά με τη ρύθμιση της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων και το δικαίωμα επικοινωνίας του μη ασκούντος την επιμέλεια γονέα. Για την υποχρέωση διατροφής κατατίθεται επίσης σχετική αγωγή, αν και στην πράξη, είναι συνηθέστερο να προηγείται η διαδικασία έκδοσης προσωρινής διαταγής και αίτησης ασφαλιστικών μέτρων για να είναι ταχύτερα τα αποτελέσματα.
2) Προσδιορίζεται η αγωγή και επιδίδεται αντίγραφο της στον/στην εν διαστάσει σύζυγο, προκειμένου να λάβει γνώση για την ημερομηνία της δικασίμου ώστε να παραστεί δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του τη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα.
3) Κατά την ημερομηνία της συζήτησης της αγωγής, μπορούν να εξεταστούν μάρτυρες και κατατίθενται γραπτές προτάσεις.
4) Εντός τριών ημερών από τη συζήτηση της αγωγής, κατατίθεται η προσθήκη – αντίκρουση.
5) Εκδίδεται οριστική απόφαση του διαζυγίου και ξεκινά η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων. Αν ασκηθεί έφεση, θα εκδοθεί απόφαση επί της εφέσεως, αν όχι και η προθεσμία παρέλθει η απόφαση θα καταστεί τελεσίδικη. Το διαζευκτήριο εκδίδεται μόνο εφόσον η απόφαση καταστεί αμετάκλητη (δηλαδή είτε αφού έγινε αναίρεση και απερρίφθη είτε πέρασε και η προθεσμία της αναίρεσης).
Προϋποθέσεις έκδοσης διαζυγίου λόγω διετούς διάστασης.
Ο μοναδικός λόγος που ο Αστικός Κώδικας προβλέπει αμάχητο τεκμήριο ισχυρού κλονισμού των σχέσεων των δύο συζύγων, είναι η ύπαρξη διάστασης διάρκειας τουλάχιστον δύο ετών μεταξύ τους. Στην περίπτωση αυτή δεν ενδιαφέρει το πρόσωπο από το οποίο προήλθε το αρχικό γεγονός κλονισμού, δηλαδή μπορεί αυτό να αφορά και τον αιτούντα διαζύγιο.
Αυτό που ενδιαφέρει είναι μόνο η ύπαρξη διετούς διάστασης, από την οποία συνάγεται ότι η έγγαμη συμβίωση είναι πλέον αφόρητη για τους συζύγους, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η έκδοση διαζυγίου χωρίς να απαιτείται η απόδειξη οποιουδήποτε άλλου γεγονότος.
Η διάσταση διακρίνεται σε σωματική η οποία ανάγεται στη μη συγκατοίκηση των συζύγων, στη φυσική απομάκρυνσή τους και στη βουλητική η οποία ερμηνεύεται στην έλλειψη των συζύγων για θέληση να διατηρήσουν τον γάμο.
[Το άρθρο αυτό αποτελεί ενημερωτικό υλικό και δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες οι οποίες είναι πάντοτε προσαρμοσμένες στα ειδικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης.]