Βερανζέρου 15 & Πατησίων ( 28ης Οκτωβρίου), 106 77 Αθήνα
(Πλησίον Πλατείας Κάνιγγος)

Βερανζέρου 15 & Πατησίων ( 28ης Οκτωβρίου), 106 77 Αθήνα
(Πλησίον Πλατείας Κάνιγγος)

Στο παρόν αρθρο, θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική παρουσίαση των αναφυόμενων σε θεωρία και νομολογία ζητημάτων, που αφορούν τις καταδολιευτικές δικαιοπραξίες που, όμως, σε καμία περίπτωση δεν είναι εξαντλητική. 

Ας ξεκινήσουμε από το κλασσικό παράδειγμα ενός δανειολήπτη (Δ) που μεταβιβάζει το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο (πχ ένα ακίνητο) με γονική παροχή, στο γιό του (Γ), στερώντας σκόπιμα την δανείστρια τράπεζα από μια βέβαιη πηγή είσπραξης της απαίτησής της, ενώ η εναπομένουσα φανερή περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή της. Έτσι, η αξίωση της τράπεζας έναντι του οφειλέτη, που πηγάζει απο τη σύμβαση δανείου, κινδυνεύει να ματαιωθεί. 

Για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιπτώσεων –που απαντώναι συχνά στην πράξη- ο νομοθέτης εισάγοντας το θεσμό της διάρρηξης της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, αποσκοπεί στην προστασία του δανειστή έναντι του αφερέγγυου οφειλέτη του, όταν ο τελευταίος κατέστη δολίως αφερέγγυος διότι έσπευσε να αποξενωθεί από τα περιουσιακά του στοιχεία ώστε να αποστερήσει από τον δανειστή τη δυνατότητα να ικανοποιήσει την απαίτησή του, προβαίνοντας σε αναγκαστική εκτέλεση στα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

Στις σχετικές διατάξεις (939-942 ΑΚ), ο νομοθέτης καθιερώνει μια σειρά από προϋποθέσεις για την κατάφαση μιας δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής και τη διάρρηξή της υπέρ του δανειστή, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Ειδικότερα, απαιτούνται σωρευτικά:

α) απαλλοτρίωση περιουσιακού στοιχείου.  Ως «απαλλοτριωση» νοείται, εδώ, κάθε διάθεση, εκποίηση, μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου, από χαριστική ή επαχθή αιτία. Συνηθέστερη περίπτωση αποτελεί η εκποίηση ακινήτου, ωστόσο, η απαλλοτρίωση μπορεί να αφορά και  κινητά πράγματα ή ειδικά περιουσιακά στοιχεία (πχ επικαρπία) εφόσον μπορούν να μεταβιβαστούν και να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης. 

β) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το  χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, με την έννοια ότι τα παραγωγικά γεγονότα αυτής πρέπει να έχουν συντελεσθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, χωρίς βέβαια να απαιτείται αυτό να πιστοποιείται με δικαστική απόφαση ή να έχει εξοπλιστεί ο δανειστής με εκτελεστό τίτλο. Αρκεί η απαίτηση να έχει καταστεί απαιτητή και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της σχετικής αγωγής στο δικαστήριο. Ετσι, για παράδειγμα, εάν η απαίτηση προέρχεται από αλληλόχρεο λογαριασμό, αρκεί ότι η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων έχουν ήδη συντελεστεί, ώστε η απαίτηση να είναι ήδη γεννημένη, ακόμη κι αν δεν είναι, πριν το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, εκκαθαρισμένη. Θα πρέπει, όμως, μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής να έχει επέλθει το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού ώστε το κατάλοιπο να έχει καταστεί απαιτητό.

γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών. Απαιτείται ο δόλος του οφειλέτη να κατευθύνεται στην βλάβη του δανειστή,  να αποβλέπει, δηλαδή, στη ματαίωση της απαίτησης του δανειστή αφού η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή του και επιπρόσθετα η ματαίωση αυτή να συνδέεται αιτιωδώς με την απαλλοτρίωση. Κατά την κρατούσα άποψη, ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να είναι άμεσος και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος. Κρίσιμος χρόνος είναι εκείνος της μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείου. Γεγονότα που ενδεικνύουν την έλλειψη πρόθεσης βλάβης, έχουν κριθεί απο την νομολογία, ενδεικτικά: η κανονική εξυπηρέτηση της οφειλής κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης κυρίως αν εξακολουθούσαν οι καταβολές και μετά την απαλλοτρίωση, η φερεγγυότητα του οφειλέτη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης ιδίως αν ο δανειστής χορήγησε νέο δάνειο μεταγενέστερο της απαλλοτρίωσης ή αύξησε το πιστωτικό όριο του οφειλέτη, η μη εξάντληση του πιστωτικού ορίου από  τον οφειλέτη με την εκταμίευση μέρους μόνο του ποσού, η οικονομική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, αν η περιουσία του ήταν επαρκής για την εξασφάλιση της οφειλής και επερχόμενη αδυναμία οφείλεται σε δραματική μεταβολή των συνθηκών, οι μεταξύ των μερών διαπραγματεύσεις για αποπληρωμή της οφειλής κρίθηκε από τη νομολογία ότι «αντιφάσκει με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας [τράπεζας] περί δόλιας απαλλοτριώσεως των περιουσιακών στοιχείων προς βλάβη της ίδιας»

δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, η οποία τεκμαίρεται όταν ο τρίτος είναι σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής του σε ευθεία γραμμη ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή απο αγχιστεία έως το δεύτερο. Το τεκμήριο δεν ισχύει αν πέρασε ένα έτος απο την απαλλοτρίωση έως την έγερση της σχετικής αγωγής και είναι μαχητό, επομένως, ανατρέπεται αν ο συγγενής αποδείξει οτι δεν γνώριζε οτι ο δικαιοπάροχος του προέβει στην απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης του δανειστή του. Η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται αν η απαλλοτρίωση έγινε απο χαριστική αιτία. Η γνώση πρέπει να είναι θετική και να υπάρχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και δεν αρκεί η άγνοια έστω και απο βαριά αμέλεια. Μεταγενέστερη γνώση εκ μέρους του τρίτου δεν βλάπτει. 

Ωστόσο, ο τρίτος υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, μπορεί ευκολότερα απο τον δικαιοπάροχό του να επικαλεστεί έλλειψη γνώσης εκ μέρους του τόσο για την ύπαρξη της  οφειλής του δικαιοπαρόχου του όσο και για το ύψος αυτής ή να επικαλεστεί οτι ουδεμία ανάμειξη είχε με τις οικονομικές συναλλαγές του δικαιοπαρόχου του, ιδιαίτερα αν κατοικούσε σε διαφορετική οικία, είχε ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα απο τον οφειλέτη και δεν είχε λόγο εμπλοκής στις οικονομικές συναλλαγές του δικαιοπαρόχου του.

ε) η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή ήτοι η αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Στην εμφανή περιουσία δεν περιλαμβάνονται πχ τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα, τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα. Δεν ασκεί επιρροή για την κατάφαση της διάρρηξης της δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής και η πρόθεση βλάβης εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη κι αν υπάρχει έτερος οφειλέτης εις ολόκληρον (πχ εγγυητής) με επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή κι αυτό διότι ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της εκάστοτε δικαιοπραξίας κρίνεται απο τα στοιχεία που υπάρχουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος.

Να τονιστεί οτι η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την εξυπηρέτηση της απαίτησης του δανειστή, κρίνεται απο το χρόνο κατάθεσης της αγωγής κι όχι απο το χρόνο της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας. Επομένως, πιθανό σφάλμα στη διατύπωση της σχετικής αγωγής που αιτείται τη διάρρηξη της διακαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, επικαλούμενη οτι η εμφανής περιουσία του οφειλέτη δεν ήταν επαρκής για την ικανοποίηση του δανειστή κατά το χρόνο της μεταβίβασης χωρίς να κάνει αναφορά στην κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη στον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της αγωγής, οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της σκοπούμενης βλάβης του δανειστή εκ μέρους του οφειλέτη, που κρίνεται απο το χρόνο της απαλλοτρίωσης.

Θα πρέπει να αναφερθεί οτι για το ορισμένο της αγωγής περί διάρρηξης της δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής απαιτείται να γίνεται αναφορά στην αξία του απαλλοτριωθέντος ακινήτου ή κινητού πράγματος ή δικαιώματος (ΑΠ 15/2012) διότι η διάρρηξη της απαλλοτρίωσης δεν διατάσσεται απαραιτήτως στο σύνολό της αλλά μόνο στο μέρος που είναι το ποσό της απαίτησης του δανειστή, λαμβανομένης υπόψης και της υπόλοιπης εμφανούς περιουσίας. Δηλαδή, η διάρρηξη επέρχεται μόνο κατά εκείνο το μέρος που ζημιώνεται αυτός που προσβάλλει τη δικαιοπραξία ως καταδολιευτική, στο ύψος ως προς το οποίο η απαίτησή του μένει ακάλυπτη. Επομένως, αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής είναι η αναγραφή στο αγωγικό δικόγραφο και της αξίας των εμφανών στοιχείων της λοιπής περιουσίας του οφειλέτη.

Παραγραφή: Κατά το άρθρο 946ΑΚ «η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε (5) έτη απο την απαλλοτρίωση». Χρόνος έναρξης της πενταετούς παραγραφής ορίζεται κατα την κρατουσα άποψη ο χρόνος κατάρτισης της εμπράγματης δικαιοπραξίας, οπότε γεννάται κι η αξίωση του δανειστή προς διάρρηξη και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη και όχι απο τη τυχόν μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου. (Υποστηρίζεται κι η αντίθετη άποψη). Εξ άλλου στα κινητά δεν υφίσταται μεταγραφή αφού η μεταβίβαση επέρχεται με την παράδοση της νομής. Για την έναρξη του χρόνου παραγραφής είναι αδιάφορο το πότε έλαβε γνώση της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας ο δανειστής. 

Συνέπειες διάρρηξης: Με την τελεσιδικία της απόφασης που επιβάλλει τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας υπέρ του δανειστή, ο τελευταίος μπορεί να προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση του απαλλοτριωθέντος απευθείας απο την περιουσία του οφειλέτη του και ο τρίτος που απέκτεισε δικαίωμα στο απαλλοτριωθέν δεν μπορεί να αντιτάξει το δίκαίωμα του αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη (936 παρ 3 ΚπολΔ). Με την απαγγελία της διαρρήξεως, δηλαδή, δεν επέρχεται ακύρωση της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, ούτε αναμεταβιβάζεται το απαλλοτριωθέν. Ο τρίτος, όμως, που τυπικά εξακολουθεί να είναι ο κύριος του πράγματος ή ο φορέας του δικαιώματος, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμά του αυτό προς τον δανειστή υπέρ του οποίου απαγγέλθηκε η διάρρηξη, τον υπερθεματιστή ή των διαδόχων του. Μπορεί, όμως, να το αντιτάξει έναντι άλλων δανειστών (ΕφΑΘ 1035/2011)

Επιλογικά, ο νομοθέτης προβαίνοντας σε μια αξιολογική στάθμιση αφενός της ανάγκης προστασίας του δανειστή απο τις μεθοδεύσεις του οφειλέτη του και αφετέρου της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της οικονομικής ελευθερίας, έκφανση της οποίας είναι η ελευθερία των συμβάσεων και συνακόλουθα το δικαίωμα κάθε ατόμου να προβαίνει σε διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων, δίνει στο δανειστή, του οποίου τα συμφέροντα θίγονται τη δυνατότητα να τα προασπίσει, ασκώντας την αγωγή της διάρρηξης, για την οποία, όμως, θέτει ιδιαίτερα αυξημένες τυπικές και ουσιαστικές απαιτήσεις εξοπλίζοντας, παράλληλα τον εναγόμενο/οφειλέτη με τα μέσα να οργανώσει αποτελεσματικότερα την άμυνά του.

Share This